- ἀνῶρτο
- ἀνόρνυμιaor ind mid 3rd sg (epic)ἀνόρνυμιaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» … Dictionary of Greek